- βουλητικός
- -ή, -όαντίθ. άβουλος1. αυτός που αναφέρεται στη βούληση.2. αυτός που έχει ισχυρή βούληση, ο θεληματικός.3. βουλητικό, το το μέρος της ψυχολογίας που αναφέρεται στη βούληση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.